ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ . ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΤΟ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ Η ΚΑΡΑΤΑΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ(ΝΙΚΟΛΑΚΑΙΝΑ)
Eνα θεριό Eφάνηκε ες τα Χανιά στη βρύση
σταλιά νερό δεν άφηνε τη χώρα να δροσίσει.
Αν δεν του στέλνανε άνθρωπο κάθε πρωί και βράδυ
σταλιά νερό δεν άφηνε στη χώρα, για να πάει.
Καμπουλεθιά επαίζανε κι΄ότινος θέλα πέσει
ήστελνε το παιδάκι ντου τού λιονταριού πεσκέσι.
Καμπουλεθιά επαίχτηκε για τη Βασιλοπούλα
απού την είχε η μάνα της μοναχορηγοπούλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ'όκουσε αυτό το λόγο είπε:
- Όλο το βιός μου πάρετε και το παιδί μου αφήστε.
Και ο λαός ως τ'όκουσε γυρίζει και του λέει:
-Ή στείλε το παιδάκι σου ή κεφαλή σου πιαίνει.
Και παίρνουν ντο τα κλάματα στο σπίτι του
και πάειμε τόση παραπόνεση τση ρήγισσάς του κάνει
-Στόλισε το παιδάκι μας και κάμε ντο σα νύφη
το βράδυ θα το στείλομε του λιονταριού κανίσκι.
Και πιάνει και στολίζει ντη, απ' το ταχύ ως το βράδυ
και βάνει τση στη κεφαλή, ήλιο και το φεγγάρι.
Κι απείς τηνε ποστόλισε τη βάνει στη ποδιά της.
-Ας τάξω θυγατέρα μου πως δε είδα ποτέ μου
κ'ενα κεράκι αφτούμενο εκράτουν κι 'σβησε μου.
Ας τάξω, δε σε βύζασα απ'τα βυζά μου γάλα
και δε σε κοιλιοπόνεσα και φώνιαξα μεγάλα.
Πέτε του δα τ'αφέντη τση πέτε του να πορίσει
να δει τη θυγατέρα του να τη ποχαιρετίξει.
Πέτε του δα τ'αφέντη τση, πέτε του να προβάλει
να δει τη θυγατέρα του κ'υστερα ας φύγει πάλι.
Άμε παιδί μου στο καλό κι ο θιος να μου τ'αξώσει
και να ψοφήσει το θεριό να μη σε θανατώσει.
Κι οντέ τη κατεβάζανε τ'αφέντη τση τη σκάλα
ήσυρε άγρια φωνή και φώναξε μεγάλα.
Κι οντέ τη καταβάζανε τ'αφέντη τση το σπίτι
ήσυρε άγρια φωνή σα βόδι εμουγκίστει.
Με συντροφιά την έστειλε κοντά κοντά στη βρύση,
για να πορίσει το θεριό, να τηνε καταλύσει.
Η συντροφιά τση έφυγε και πόμεινε μονάχη
η κόρη απ'το φόβο τση εχτύπαγε η καρδιά τση.
Ο Αη Γιώργης ως τ'όκουσε σηκώνεται και πάει.
-Κόρη τι κάνεις ατουδά, κοντά κοντά στη βρύση?
που θα πορίσει το θεριό και θα σε καταλύσει?
-Πήγαινε νέε πήγαινε, πήγαινε στη δουλειά σου,
για θα σε φάει το θεριό ,κρίμας στην ομορφιά σου.
Και ξαναδευτερώνει ντη ,πάλι ξαναρωτά ντη
-Κόρη τι κάνεις ατουδά κοντά κοντά στη βρύση
που θα πορίσει το θεριό και θα σε καταλύσει?
-Πήγαινε νέε πήγαινε, πήγαινε στο χωριό σου,
για θα σε φάει το θεριό και σε και τ'άλογό σου.
-Στα γόνατα σου λυγερή θέλω να με ψειρίσεις
κι'ονταν θ'ακούσεις το θεριό εμένα να ζητήσεις.
Απάνω που τον ψείριζε, περνά ένα περιστέρι
κρατεί το Τίμιο Σταυρό εις το δεξί του μέρι.
Και το θεριό κατέβαινε και σειούντανε τα όρη
κι κόρη απ'το φόβο τση φώναξε «Αη Γιώργη».
Ο Αη Γιώργης ως το 'κουσε, παράξενο του φάνει
Ποιος σου πε κόρη τ'όνομα, ποιος σου δωσε τη χάρη?
-Απάνω που σε ψείριζα περνά ένα περιστέρι
κρατεί το Τίμιο Σταύρο εις το δεξί του μέρι .
Στη μέση μέση του σταυρού, έγραφε «Αη.Γιώργης»
Κι' απού πιστεύει στ'όνομα ποτέ δεν τελειώνει.
Και στένεται ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου
και σέρνει το σπαθάκι του και κόβει το λαιμό ντου.
Και ξαναδευτερώνει ντου πάνω στη κεφαλή ντου,
χαράκια εξερίζωνε από τη δύναμη ντου.
Και πιάνει ντη απ'τα μαλλιά, ξεκάπουλα τη βάνει
και πάει και βαφτίζει ντη και Χριστινιά τη βγάνει.
Και παίρνει ντη και πάει ντη στ'αφέντη τση το σπίτι
και ποιά χαρά εκάμανε, παρά οντενέ γεννήθη.
-Πε μου να ζήσεις νέε μου ποιό είναι τ'όνομά σου,
κι'ενα μεγάλο χάρισμα θα κάμω τσαφεντιάς σου.-
Γιώργη Στραθιώ με λένε εμέ απ'τη Καππαδοκία
κι αν θες να κάμεις χάρισμα χτίσε μια εκκλησία
και στο προσκυνητάρι τση να γράψεις ΑΗ.ΓΙΩΡΓΗΣ
Κι 'απού πιστεύει στ'όνομα ποτέ δεν τελειώνει.